- καταλελυμένος
- καταλύωput downperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 … Dictionary of Greek